παρανιός

παρανιός
-ιά, -ιό
ο πάρα πολύ νεαρός στην ηλικία, αυτός που είναι σχεδόν παιδί («έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν τής πρέπει», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρανιός, -ιά, -ιό — ο πολύ νέος: Χωρίς αιτία κι αφορμή ψυχή δεν παραδίνω, τι έχω γυναίκα παρανιά και δεν της παν τα μαύρα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”